περμανάντ

περμανάντ
το και η, Ν
κατσάρωμα τών μαλλιών με χημικές ουσίες και θερμική κατεργασία, που διατηρείται για πολύ καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. permanente (ondulation) «διαρκής κυματισμός, κατσάρωμα τών μαλλιών μεγάλης διάρκειας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”